- νερώνω
- [νερό]1. (ιδίως σχετικά με κρασί ή γάλα) νοθεύω με νερό, αναμιγνύω, αραιώνω με νερό2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νερωμένος, -η, -ομισομεθυσμένος, ελαφρά ζαλισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερώνω — νερώνω, νέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νερώνω — νέρωσα, νερώθηκα, νερωμένος, βάζω νερό σε άλλο υγρό, νοθεύω κάτι προσθέτοντας νερό: Καταραμένε κάπελα και κλέφτη νταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek
νέρωμα — το [νερώνω] προσθήκη νερού σε άλλο υγρό, νόθευση ή αραίωση με νερό … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
υδατώνω — ὑδατῶ, όω, ΝΜΑ [ὕδωρ, ὕδατος] καθιστώ κάτι υδατώδες, υδαρές νεοελλ. 1. προσδίδω σε κάτι νερό, ενυδατώνω 2. αραιώνω κάτι με την προσθήκη νερού, νερώνω αρχ. παθ. ὑδατοῡμαι, όομαι α) είμαι ή γίνομαι ύδατώδης, υδαρής β) είμαι ή γίνομαι υδρωπικός … Dictionary of Greek